αὐστηροτέρᾳ

αὐστηροτέρᾳ
αὐστηροτέρᾱͅ , αὐστηρός
harsh
fem dat comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὐστηροτέρα — αὐστηροτέρᾱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc/acc comp dual αὐστηροτέρᾱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότερα — αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτέρας — αὐστηροτέρᾱς , αὐστηρός harsh fem acc comp pl αὐστηροτέρᾱς , αὐστηρός harsh fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτέραν — αὐστηροτέρᾱν , αὐστηρός harsh fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бридъкыи — (9*) пр. Горький, терпкий, жгучий: сдравие. иже аще въ времѩ ˫ако ножицемь. и бридкымь зели||емь. намъ ˫авлѩютьсѩ. ˫ако же въ плотнѣмь врачьствѣ бываеть. (δριμυτάτων) ПНЧ XIV, 2а б; рожци сɤть грѣси... тыхъ бо рожковъ вкɤсъ бридокъ. СбТр к. XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… …   Dictionary of Greek

  • βακχεία — Στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Βάκχου, οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη Ρώμη με την ονομασία Bacchanal (από το όνομα του Βάκχου = Bacchus), η οποία στα ελληνικά έχει αποδοθεί Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια και έτσι έχει επικρατήσει …   Dictionary of Greek

  • εικονομαχία — Διαμάχη γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, η οποία εξελίχθηκε σε θρησκευτική κρίση, που συντάραξε για έναν και περισσότερο αιώνα (726 843) τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Μπορεί να διαιρεθεί σε δύο περιόδους· η πρώτη αφορά την περίοδο 726 780 και η… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”